- φοινικάρχης
- ὁ, ΜΑονομασία ιερατικού αξιώματος, πιθανώς προέδρου θρησκευτικού συλλόγου σε επαρχία τής Φοινίκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινικαρχώ — έω, ΜΑ [φοινικάρχης] είμαι φοινικάρχης* … Dictionary of Greek
φοινικαρχία — ἡ, Μ [φοινικάρχης] το αξίωμα τού φοινικάρχη … Dictionary of Greek
φοινικαρχῶν — φοινικάρχέω to be pres part act masc nom sg (attic epic doric) φοινικάρχης president of the provincial assembly of Phoenicia masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)